- μορφολίνη
- ηχημ. οργανική ένωση, ετεροκυκλική αμίνη, άχρωμο υγροσκοπικό υγρό με χαρακτηριστική οσμή αμμωνίας και σημείο ζέσεως 129°C, που χρησιμοποιείται ως διαλύτης, ως καταλύτης ορισμένων αντιδράσεων κ.α.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morpholine < morphol- (< μορφίνη + -ol, κατάλ. χημικής ορολογίας) + κατάλ. -ine (βλ. λ. -ίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.